- περιμαντρώνω
- και περιμανδρώνωκατασκευάζω μάντρα γύρω από οίκημα ή κτήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + μαντρώνω. Ο τ. περιμανδρώνω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιμάντρωμα — το, Ν [περιμαντρώνω] η κατασκευή μάντρας γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περιμανδρώνω — Ν βλ. περιμαντρώνω … Dictionary of Greek
τοιχογυρίζω — τοιχογύρισα, τοιχογυρίστηκα, τοιχογυρισμένος, περιβάλλω με τοίχο, περιμαντρώνω: Τοιχογύρισα το περιβόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)